- εὔχρεως
- εὔχρεως, ων,A f.l. for χρυσέῳ, Antim.Eleg.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύχρεως — εὔχρεως, ων (Α) (ποιητ. τ.) ο εύχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρεως (< χρη), πρβλ. αξιό χρεως, υπό χρεως] … Dictionary of Greek